σύντομοι

σύντομοι
σύντομος
cut short
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Христос Халки — Спас Златые власы, Ярославль, 1 я четверть XIII века, сейчас в Успенском соборе Московского Кремля[1 …   Википедия

  • μακαρισμός — ο (AM μακαρισμός) [μακαρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μακαρίζω, καλοτύχισμα 2. στον πληθ. οι μακαρισμοί οι οχτώ σύντομοι αφορισμοί με τους οποίους αρχίζει η επί τού όρους ομιλία τού Ιησού μσν. αρχ. υπόσχεση για ευλογία αρχ. απόδοση… …   Dictionary of Greek

  • μετρική — Τα αρχαία ποιητικά κείμενα των διάφορων ινδοευρωπαϊκών φυλών παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά, γεγονός που αποδεικνύει την κοινή καταγωγή τους. Αυτό το δεδομένο οδήγησε, ήδη από τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αι., στη… …   Dictionary of Greek

  • Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …   Dictionary of Greek

  • Κίτον, Μπάστερ — (Buster Κeaton, Κάνσας 1895 – Χόλιγουντ 1966). Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Οι γονείς του ήταν ηθοποιοί του ψυχαγωγικού θεάτρου. Ο ίδιος, ενώ εργαζόταν σε ένα θέαμα βαριετέ, έπεσε στην προσοχή του κωμικού Φάτι Άρμπακλ, ο …   Dictionary of Greek

  • Λυσίας — I (Αθήνα 458; – 380; π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Ήταν γιος ενός πλούσιου Συρακούσιου, του Κεφάλου, ο οποίος ζούσε ως μέτοικος στην Αθήνα. Εξαιτίας των δημοκρατικών φρονημάτων του, αντιμετώπισε τις διώξεις των Τριάκοντα Τυράννων: η περιουσία του… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • Πετρίδης, Μιχαήλ — (Καστελόριζο 1886 – Αθήνα 1973). Ποιητής και εκπαιδευτικός. Τελείωσε το γυμνάσιο στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Γύρισε στο νησί του, όπου υπηρέτησε έξι χρόνια ως δάσκαλος. Το 1910 γράφτηκε στη φιλολογική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”